βαρικόχορτο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαρικόχορτο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βαρικόχορτο τό, Κέρκ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. βαρικὸς καὶ τοῦ οὐσ. χόρτο.
Σημασιολογία
Τὸ φυτὸν λύθρον τὸ ἑλικτὸν (lythrum flexuosum) τῆς τάξεως τῶν λυθρωδῶν (lythraceae), τὸ λυσιμάχιον ἢ λύτρον τοῦ Δισκορίδου (4, 3) τὸ φυόμενον «ἐν ἑλώδεσι τόποις καὶ. παρὰ τὰ ὕδατα».
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA