βαρίσκω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαρίσκω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βαρίσκω Ἀπουλ. Κρήτ. βαρίστω Κρήτ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. βαρῶ καὶ τῆς καταλ. -ίσκω. Ἡ λ. καὶ ἐν Ἐρωτοκρ. Πβ. Γ 358 (ἔκδ. ΣΞανθουδ.) «βαρίσκει καὶ πληγώνει». Τὸ βαρίστω ἐκ τοῦ παθητικοῦ ἀορ. ἐβαρίστηκα. Πβ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1, 286.
Σημασιολογία
1) Ἔχω βάρος Ἀπουλ. 2) Πληγώνω Κρήτ.: Ὅλο 'ς τὸν ἴδιˬο dόπο τοῦ βαρίσκουνε. || ᾎσμ. Ἄχι, πῶς ἐβαρίστηκα σὲ τόπο ποῦ δὲ γιˬαίνω, γιˬατροὶ δὲ μὲ γιˬατρεύγουνε κι ὀγλήγορα ποθαίνω. Καὶ ἀμτβ. πληγώνομαι: Ὅλο σκοdάφτω καὶ βαρίσκω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA