βάρκα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βάρκα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θυληκό
Τυπολογία
βάρκα ἡ, κοιν. καὶ Ἀπουλ. (Καλημ.) Καλαβρ. (Μπόβ.) Πόντ. (Τραπ.) βάακα Σαμοθρ. Γενικ. βαρκὸς Πελοπν. (Λακων. Μάν.) κ.ἀ. Πληθ. βαρκάδες Μεγίστ. Μύκ.
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. οὐσ. βάρκα, ὃ ἐκ τοῦ Λατιν. barca. Ὁ πληθ. βαρκάδες καθὼς κυρὰ-κυράδες, μάννα-μαννάδες κττ.
Σημασιολογία
1) Λέμβος, ἀκάτιον κοιν.: ᾎσμ. Βάρκα θέλω ν' ἀρματώσω | μὲ σαράντα δυˬὸ κουπιˬὰ κοιν. Συνών. βαρκί. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. Σῦρ. 2) Μικρὸν ἱστιοφόρον πλοῖον Πόντ. (Τραπ.) β) Ποσότης ὅσην χωρεῖ μία λέμβος Μεγίστ. Μύκ. Πόντ. (Τραπ.) κ.ἀ.: Ἐφόρτωσεν δύο βάρκας λεφτοκάρ' (λεπτοκάρυον) Τραπ. || ᾎσμ. Πουλ-λί μου, κάμε γύρισμαν, πουλ-λί μου, κάμε στρέμμα. -Τσαὶ πῶς νὰ κάμω γύρισμαν τσαὶ πῶς νὰ κάμω στρέμ-μα, ποῦ ’ρίξαν ἀουπάνω μου πέντε βαρκάδες χῶμα; (μοιρολ.) Μεγίστ. Συνών. βαρκαδεˬά, βαρκεˬά, καϊκεˬά. 3) Εἶδος κολυμβήματος Προπ. (Πάνορμ.) 4) Εἶδος γυναικείου ὑποδήματος (διὰ τὴν σημ. πβ. Πολυδ. 7, 93 «τὰ δὲ πλοιάρια καὶ ἀκάτια ὀνομάζει Ἀριστοφάνης εἶδος ὄντα γυναικείων ὑποδημάτων») Λεξ. Αἰν. 5) Παιδιὰ καθ’ ἣν δύο παῖκται συμπλέκουν τὰς χεῖράς των ὀπισθάγκωνα καλῶς, ὥστε νὰ ἑνοῦνται τὰ νῶτα, κατόπιν δὲ κύπτει ὁ εἷς, ὅτε αἰωρεῖται ὁ ἄλλος, τοῦτο δὲ ἐπαναλαμβάνεται ἀμοιβαίως (ἡ ὀνομασία ἐκ τῆς ὁμοιότητος πρὸς τοὺς κλυδωνισμοὺς τῆς βάρκας) Ἀθῆν.: Κάνουμε-παίζουμε τὴ βάρκα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA