βαρκὶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαρκὶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βαρκὶ τό, βαρκὶν Λυκ. (Λιβύσσ.) βαρκὶ Ἀμοργ. Θήρ. Κάρπ. Νίσυρ. Πελοπν. κ.ἀ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. βάρκα.
Σημασιολογία
Βάρκα 1, ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν.: Πάει μι' τοὺ βαρκὶν ’ς τὴν πέρα μερεˬὰ Λιβύσσ. || Παροιμ. Ἐδῶ καράβιˬα χάνονται κ' ἐσεῖς βαρκιˬὰ ποῦ πάτε; (ἐπὶ τοῦ ἐκτιθεμένου εἰς κινδύνους ἀνωτέρους τῶν δυνάμεών του ἢ ἐπὶ τοῦ φροντίζοντος περὶ ἐλαχίστων ἐν περιπτώσει μεγάλης καταστροφῆς) Πελοπν. || ᾎσμ. Ποῦ πάς, καράβι, νὰ σταθῇς χωρὶς βαρκὶ ᾽ποπίσω; Νίσυρ. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. Κάρπ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA