ἀντιπαίδιˬος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντιπαίδιˬος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀντιπαίδιˬος ὁ, ἀμάρτ. ἀντιπαίδκιˬος Κύπρ. (Πάφ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀντὶ καὶ τοῦ οὐσ. παίδιˬος.
Σημασιολογία
Νεανίας εὔρωστος, μεγαλόσωμος : ᾎσμ. Ἤμουν παίδκιˬος τιˬ ἀντιπαίδκιˬος τ’ ἔγλεπα βούδκιˬα τοῦ τυροῦ μου (ἐξ ἐπῳδ. ἔγλεπα = ἐφύλαττον) Πάφ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA