ἀντιπάτι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντιπάτι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀντιπάτι τό, ἀμάρτ. ἀdιπάτι Κρήτ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀντιπατῶ.
Σημασιολογία
Ἡ διάστασις τῶν σκελῶν καὶ ἢ οὕτως ἐπιτυγχανομένη τοῦ σώματος εὐστάθεια: Νὰ μὲ τραυίξῃς χωρὶς νὰ βάλῃς ἀdιπάτι. Πβ. ἀντισκάρι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA