ἀντιπατῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀντιπατῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀντιπατῶ Ἀθῆν. Βιθυν. (Ἀρβανιτοχ.) Κάρπ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Βυτίν. Λακων. Ὀλυμπ.) Σίφν. ἀdιπατῶ Ἄνδρ. (Κόρθ.) Κρήτ. Κύθηρ. Κύθν. Σέριφ. ᾿ντιπατῶ Χάλκ. ᾽dιπατῶ Κάλυμν. ἀντιπατοῦ Πελοπν. (Λακων.) ἀντιπατάω Βιθυν. Πελοπν. (Καλάβρυτ.) ἀντ’πατάου Εὔβ. (Στρόπον.) Στερελλ.(Αἰτωλ.) ἀτζ’πατῶ Σάμ. ἀτζοπατῶ Κρήτ. ’τζοπατῶ Κρήτ.

Χρονολόγηση

Μεσαιωνικό

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. ἀντιπατῶ. Ὁ τύπ. ἀτζοπατῶ ἐκ παρασχετισμοῦ πρὸς τὸ οὐσ. ἄτζα, δι’ ὃ ἰδ. ἄντζα.

Σημασιολογία

1) Διαστέλλω, διαχωρίζω τοὺς πόδας καὶ οὕτως ἀνθίσταμαι σταθερῶς, ἀντερείδομαι Κρήτ. Πελοπν. (᾿Ολυμπ.) Χάλκ. : Τί μ᾽ ἀντιπατᾷς ἔτσι; λές ὅτι σὲ σκιˬάζομαι; Ὀλυμπ. Διὰ τὴν σημ. πβ. Ἐρωτόκρ. Β 1899 (ἔκδ. ΣΞανθουδ.) «σφίγγουνται, ξανασφίγγουνται, κι ἀντιπατοῦν τσοὶ σκάλες, | μουλλώνουν τὰ κοντάρια ντως, σφίγγουν τα ᾿ς τσ' ἀμασκάλες». β) Ἀνθίσταμαι, ἀντιφέρομαι, ἐναντιοῦμαι Ἄνδρ. (Κόρθ) Βιθυν. (Ἀρβανιτοχ.) Κάρπ. Κύθν. γ) Ἀντιλέγω, ἀπαυθαδιάζω Κύθν. Σάμ.: Τί ἀτζ'πατεῖς ἐτσ'δά; Σάμ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀντιμιλῶ. δ) Ἀνταγωνίζομαι πρός τινα ἐν δημοπρασίᾳ πλειοδοτῶν Σάμ.: ’Ικεῖ π᾿ θὰ πάς, νὰ τοὺν ἀτζ’πατήῃς. 2) Βαδίζων πατῶ σταθερῶς Ἀθῆν. Κάρπ. Κρήτ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Βυτίν. Λακων. κ.ἀ.) Σίφν.: ᾽Τζοπατεῖ bλεˬὸ ὁ γιˬός σου (ἐπὶ ἀναρρωννύοντος καὶ ἤδη εὐσταθῶς βαδίζοντος) Κρήτ. || ᾎσμ. Ὅντας σὲ βλέπω κ᾿ ἔρχεσαι κιˬ ἀντιπατεῖς τὴ σκάλα Ἀθῆν. β) Βαδίζω μετὰ κόμπου, κομπάζω, ἐπαίρομαι Εὔβ. (Στρόπον.) Κρήτ. Κύθηρ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Βυτίν. Λακων. Ὀλυμπ.): Ἦρθι ὥς τοὺ ρέμα κιˬ ἀντιπάταϊ, ἀλλὰ δὲν κότησι νὰ κουλ’θήσῃ ’δῶθι Στρόπον. Τὸν ἔβλεπες κιˬ ἀντιπάταγε σὰν κόν-τες ᾿Ολυμπ. Αὐτὸς ἀτζοπατεῖ σὰν τὸν κούκλη (τὸν ἀλέκτορα) Κρήτ. Ὅσο κιˬ ἂν ἀτζοπατῇς, τὸ ἴδιˬο σοῦ κάνει (δηλ. τίποτε δὲν κερδίζεις) αὐτόθ. Μὴν ἀτζοπατῇς τοσονά! αὐτόθ. || Παροιμ. Ὁ γέρως κιˬ ἂν ἀτζοπατῇ, | κρυόρρεμα τὸνε κρατεῖ (παρ’ ὅλην τὴν προσπάθειάν του ὅπως φανῇ νεάζων ἡ τρομώδης κίνησις τῶν ποδῶν καθιστᾷ κατάφωρον τὴν γεροντικὴν ἀδυναμίαν. κρυόρρεμα = ρευματισμὸς) Κρήτ. Ὁ γέρως κιˬ ἂν ἀντιπατῇ, | ψιλὴ τρεμούλλα τὸν κρατεῖ (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Κάρπ. Ἀντιπατῶ κιˬ ἀντιλαλῶ γιˬὰ τοὺς κακοὺς γειτόνους (προσποιοῦμαι τὸν εὔχαριν διὰ νὰ μὴ δώσω ἀφορμὴν σχολίων καὶ κακολογίας εἰς τοὺς γείτονας) Ἀρκαδ. Βυτίν. Λακων. 3) Πατῶ ἐπιμόνως Κάρπ.: Πατῶ κιˬ ἀντιπατῶ. β) Πατῶ ἐπιμόνως ἐναλλάσσων τοὺς πόδας, ἐπὶ τῆς πατήσεως τῶν σταφυλῶν πρὸς ἔκθλιψιν τοῦ γλεύκους Κύθηρ. Πελοπν. (Λακων.): Ἀdιπατεῖ τὰ σταφύλιˬα ’ς τὸ λανὸ Κύθηρ. 4) Κάμνω περίπατον Πελοπν. (Καλάβρυτ.): Σᾶς εἶδα ποῦ ἀντιπατάγατε ᾿ς τὸ ἁλώνι μαζὶ μὲ τὸν δεῖνα 5) Παραπατῶ Σέριφ. Σίφν. Στερελλ. (Αἰτωλ.): Ἀdιπατεῖ τὸ μουλάρι Σέριφ. Ἦρχα, μὰ ὥσπου νά ’ρχω ἠπάτου κιˬ ἀντιπάτου Σίφν. Ἀντ᾿πὰτ᾿σις ᾽ς τοὺ χουρὸ κι᾽ κόντιψις νὰ πέῃς κάτ’ Αἰτωλ. 6) Χωλαίνω Στερελλ. (Αἰτωλ.): Ἀντ᾿πατάει λίγου μὶ τοὺ ζιρβὶ τοὺ πουδάρ’. Ἀντ᾽πατάει τοὺ μ᾽λάρ᾿.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/