ἀντιπερίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντιπερίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀντιπερίζω Πελοπν. (Μάν.) ἀdιπερίτζω Σύμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. ἀντίπερα.
Σημασιολογία
Διέρχομαι διὰ τοῦ ἀντικρινοῦ τόπου ἔνθ' ἀν.: Ἀπολληˬώρα τὸν εἶδα κιˬ ἀντιπέρισε Μάν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA