ἀντιπλοίαρχος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντιπλοίαρχος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀντιπλοίαρχος ὁ, λόγ. κοιν.
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀντὶ καὶ τοῦ οὐσ. πλοίαρχος.
Σημασιολογία
Ἀνώτερος ἀξιωματικὸς τοῦ κατὰ θάλασσαν στρατοῦ, ὁ ἀμέσως κατώτερος τοῦ πλοιάρχου, ὁ οἱκνεὶ ἀντικαθιστῶν τὸν πλοίαρχον ἐν τῇ ὑπηρεσίᾳ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA