ἀντισακκιˬαζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀντισακκιˬαζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀντισακκιˬαζω ἀμάρτ. ἀdισακκιάζω Κύθηρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀντὶ καὶ τοῦ ρ. σακκιˬάζω.

Σημασιολογία

Πληρῶν σάκκον ὕλης τινὸς ὑπεγείρω αὐτὸν καὶ ἀφίνω πάλιν νὰ πέσῃ ἐπὶ τοῦ ἐδάφους ἢ ἀνακινῶ αὐτόν, ἵνα οὕτω πληρωθῇ τελείως. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀνασακκιˬάζω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/