ἀντισκάρι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντισκάρι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀντισκάρι τό, Πειρ. ἀdισκάρι Κρήτ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀντὶ καὶ τοῦ οὐσ. σκαρὶ.
Σημασιολογία
1) Τὸ ἐπὶ πλέον στήριγμα τῆς ἐσχάρας ἐπὶ τῆς ὁποίας κατασκευάζεται ἢ διορθοῦται πλοῖον Πειρ.: Τρέχα, φέρε, ἀντισκάρι, γιˬατὶ θὰ τουμπάρῃ ἡ μαούνα. 2) Τὸ δι᾽ οὗ κρατεῖταί τι ἀκίνητον ἢ σταθερόν, στήριγμα, ἔρεισμα Κρήτ.: Βάλε ἀdισκάρι ’ς τὴ bόρτα γιˬὰ νὰ μὴν ἀνοίξῃ (δηλ. λίθον τινὰ ἢ ξύλον). Ἔβαλα ἆdισκάρι τὴ χέρα μου καὶ σηκώθηκα. Ἔβαλε dὸ bόδα του ’ς τὴ bέτρα ἀdισκάρι. || Φρ. Βάνω ἀdισκάρι (ἀνοίγω τὰ σκέλη πρὸς ἀσφαλεστέραν καὶ εδραιοτέραν στάσιν). Πβ. ἀντιπάτι. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. Κρήτ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA