ἀντισκολεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντισκολεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀντισκολεύω ἀμάρτ. ἀdισκολεύω Κρήτ. ἀdισκολεύγω Κρήτ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ δυσκολεύω κατὰ σύμφυρσιν πρὸς τὸ ἀντισκόφτω.
Σημασιολογία
Ἐμποδίζω, παρεμποδίζω : ’Σ τὴ στράτα ποῦ πήγαινε τὸν ἀιdισκόλεψε ὁ δεῖνα. Συνών. μποδίζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA