ἀντισπάζομαι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀντισπάζομαι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀντισπάζομαι Πελοπν. (Κορινθ.) ἀντ’σπάζουμι Στερελλ. (Αἰτωλ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀντὶ καὶ τοῦ ρ. ᾽σπάζομαι, ὃ παρὰ τὸ ἀσπάζομαι.

Σημασιολογία

Ἀσπάζομαι μετ’ εὐλαβείας : Μόλις μπῆκα ᾽ς τὴν ἐκκλησιὰ ἀντισπάστηκα τὸ εἰκόνισμα τοῦ Χριστοῦ Κορινθ. Σταμάτ’σαν τοὺ λείψανου νὰ τ’ ἀντισπασθοῦν Αἰτωλ. Συνών. ἀνασπάζομαι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/