ἀντίσταυρα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀντίσταυρα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀντίσταυρα ἐπίρρ. Παξ. ἀdίσταυρα Κέρκ. Κεφαλλ. Λευκ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀντὶ καὶ τοῦ οὐσ. σταυρὸς.

Σημασιολογία

1) Εἰς σχῆμα σταυροῦ, σταυροειδῶς Κέρκ. Παξ.: Τοῦ ’δεσε τὰ χέρια ἀντίσταυρα Παξ. Κόβγει τὸ ψωμὶ ἀdίσταυρα Κέρκ. Γιˬὰ νὰ τὴνε ξορκίσω, βάνω κοdὰ ’ς τὸν ἄρρωστο τρία βοῦρλα κάτου ’ς τὴ γῆ ἀdίσταυρα αὐτόθ. Συνών. σταυρωτά. 2) Κατ' ἀντίθετον θέσιν Κεφαλλ.: Ἔδεσα τὰ ξύλα ἀdίσταυρα (δηλ. κορυφὴν πρὸς βάσιν, τὸ λεπτότερον πρὸς τὸ παχύτερον). 3) Ὁμοιότατα, πανομοιοτύπως Λευκ : Ἀdίσταυρα ὀιδίζουνε (ὁμοιάζουν).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/