ἀντίσταυρος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀντίσταυρος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀντίσταυρος ὁ, σύνηθ. ἀdίσταυρος Κύθηρ. κ.ἀ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀντὶ καὶ τοῦ οὐσ. σταυρός.

Σημασιολογία

Ὁ ἐναντιούμενος τῷ σταυρῷ, ὁ διάβολος: Τὸν ἀντίσταυρό σου! (τῆς φρ. προηγεῖται τὸ αἰσχρᾶς σημ. ρῆμα) Ποίημ. Ὅρσε καὶ σύ, ἀντίσταυρε, εἰς τὰ νεφρά σου δύο ΓΣουρῆ Ρωμ. 66. Συνών. ἰδ. ἐν. λ. ἀντιστανα͜ιός.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/