ἀντιστοίβαγμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀντιστοίβαγμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀντιστοίβαγμα τὸ, ἀμάρτ. ἀdιστοίβαγμα Κρήτ. ἀdιστοίβασμα Κρήτ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀντιστοιβάζω.

Σημασιολογία

1) Παλμός, τίναγμα, οἷον ἡ ἐξ ἐλαστικότητος ἀναπήδησις σφαίρας ἢ ἡ ἀποκατάστασις καμφθέντος ξύλου. 2) Ἡ διὰ τοῦ τόξου ξάνσις τῶν ἐρίων: Τὸ ἀdιστοίβασμα τῶ μαλλιˬῶ μὲ δοξάρι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/