ἀντίστρα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντίστρα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀντίστρα ἡ, Ἤπ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Εὐρυταν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀντὶ καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -στρα.
Σημασιολογία
Κοντὸς χειροπληθὴς διὰ τοῦ ὁποίου στερεοῦται τὸ ὀπίσθιον ἀντίον τοῦ ὑφαντικοῦ ἱστοῦ ἔνθ’ ἀν.: Μ’ χάλασι ἡ ἀντίστρα κὶ δὲν ἔχου νὰ κάμου τὴ δ᾿λε͜ιά μ᾽ Αἰτωλ. Πάτα τὴν ἀντίστρα νὰ σφίξ’ τοὺ διˬασίδ’ αὐτόθ. Συνών. χέρι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA