ἀντιστύλι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀντιστύλι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀντιστύλι τό, Ζάκ. Πελοπν. (Βούρβουρ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Ἀράχ.) Χίος ἀντ’στύ’ Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀρτοτ.) ἀd’στύ’ Θρᾴκ. (Αἶν.) ᾿ντιστύλι Προπ. (Ἀρτάκ.) ἀdριστέλι Κεφαλλ. ἀντίστυλο Αβαλαωρ. Ἔργα 3, 23 καὶ 223 ἀdίστ’λου Θρᾴκ. (Αἶν.) ἀντ᾿στύλιˬου Στερελλ. (Αἰτωλ).

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀντὶ καὶ τοῦ οὐσ. στῦλος. Διὰ τὸν σχηματισμὸν πβ. ἀρχ. προστύλιον, περιστύλιον κττ. Ὁ τύπ. ἀdριστέλι κατὰ σύμφυρσιν πρὸς τὸ τριστέλι, δι’ ὃ ἰδ. τριστύλι.

Σημασιολογία

1) Στῦλος ὑποβαστάζων τι ἔνθ’ ἀν.: Φέρε κἄνα ἀντιστύλι νὰ στυλώσωμε τὴν περγουλεˬὰ (κληματαρεˬὰ) Ζάκ. Ἀντιστύλι μ᾿ ἔκαμες κιˬ ἀκκουμπᾷς ἀπάνω μου; αὐτόθ. Ἔβαλα ᾽ς τοὺ δέdρου ἀd’στύ’ Αἶν. Βάλι ἕν᾿ ἀντιστύ’ νὰ μὴν πέσ’ ἡ κριββατῖνα Αἰτωλ. || Ποιήμ. Κιˬ ὅταν τὸ δέντρο ξεραθῇ καὶ γείρῃ τ᾿ ἀντιστύλι, Θανάσι Διˬάκε, κιˬ ὁ κισσός, τὸ ξέρεις, γονατίζει (δηλ. τὸ ἀντιστύλι τοῦ κισσοῦ ἐπὶ τοῦ ὁποίου στηρίζεται) ΑΒαλαωρ. ἔνθ’ ἀν. 223 Τὸ μέτωπό του εἶναι βαρύ, θολό, συγνεφιˬασμένο καὶ τό ᾿βαλεν ἀντίστυλο τὸ χέρι του μὴ πέσῃ αὐτόθ. 23. 2) Ξύλινος ποὺς κλίνης Κεφαλλ. Σύνων. στρίποδο . 3) Τὸ διαγωνίως προστιθέμενον στήριγμα τῶν ὠτίδων τοῦ ἐξώστου Πελοπν. (Βούρβουρ.): Τὰ ξύλα τοῦ μπαλκονιˬοῦ ἔχουν ἀντιστύλιˬα. || Φρ. Ἀντιστύλι ᾽ς τὸ προσκέφαλο (τὸ προστιθέμενον ὑπὸ τὸ προσκεφάλαιον). 4) Πληθ., δοκοὶ τῆς στέγης ἐπὶ τῶν ὁποίων στηρίζεται ἡ ἀνωτάτη ὁριζοντία δοκός, ἡ διάτονος Στερελλ. (Ἀρτοτ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/