ἀντιτρόχι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀντιτρόχι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀντιτρόχι τό, ἀμάρτ. ἀντρόχ’ Θεσσ. Μακεδ. (Βελβ.) ἀντρόιν Κύπρ. -ΠΛιασίδ. Τὰ φκιόρ. τῆς καρκ. 57

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀντὶ καὶ τοῦ οὐσ. τροχός. Ἡ ἀποβολὴ τῆς συλλαβῆς τι κατ’ ἀνομοίωσιν. ᾿Ιδ. ΧΠαντελίδ. ἐν Λεξικογρ. Ἀρχ. 6 (1923) 122 κἑξ. Πβ. καὶ ΦΚουκουλ. ἐν Ἀθηνᾷ 43 (1931) 71

Σημασιολογία

1) Τὸ πρὸ τοῦ τροχοῦ τῆς ἁμάξης τιθέμενον ἀντέρεισμα, λίθος, ξύλον κττ., ὅπως συγκρατῆται αὕτη ἀκίνητος Κύπρ.: Βάλε ἀντρόιν ᾽ς τ᾽ ἁμάξιν νὰ μὲν τυλίσῃ. β) Ὑπομόχλιον Μακεδ. (Βελβ.) γ) Μεταφ. ἐμπόδιον, πρόσκομμα ΙΙΛιασίδ. ἔνθ’ ἀν. : Ποίημ. Τ’ εἰς τὸν ἔρωταν ἀντρόιˬα | δίχως μέσα νὰ βρεθοῦσιν ἡ ἀγάπη ’τείνη ἕν᾿ φτώεια | πὄν ἀρκοῦν νὰ χωριστοῦσιν (πὃν = ποῦ δέν). 2) Ὑποστήριγμα, στύλωμα Θεσσ. Συνών. ἀντισκάρι 2, ἀντιστύλι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/