ἀντιφέγγισμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντιφέγγισμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀντιφέγγισμα τό, ἐνιαχ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀντιφεγγίζω.
Σημασιολογία
Φῶς, ἀκτινοβολία ἐξ ἀνακλάσεως: Κἀμμιˬὰ φορὰ πέφτει λοξὰ τὀ ἀντιφέγγισμα τοῦ ἥλιˬου (ἀπὸ τὸ παραθυράκι τῆς φυλακῆς) Ἑβδομαδ. Τύπ. 28 Ἰουλίου 1934. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀντιφεγγιˬά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA