ἀντιφόρτωμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντιφόρτωμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀντιφόρτωμα τό, Πελοπν. (Λάκων.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀντὶ καὶ τοῦ οὐσ. φόρτωμα.
Σημασιολογία
Ἀντίφορτο 2, ὃ ἴδ. : Φρ. Ἀντιφόρτωμα θὰ πάρωμε τὴ μάννα σου (ἡ νύφη περὶ τῆς πενθερᾶς πρὸς τὸν σύζυγον).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA