ἀντιφωτίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀντιφωτίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀντιφωτίζω ἀμάρτ ἀdιφωτάω Κεφαλλ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀντὶ καὶ τοῦ οὐσ. φωτίζω.

Σημασιολογία

Ἀπροσ. ὑπάρχει ὀλίγον φῶς, ὑποφώσκει: Νύχτωσε, ἀλλὰ ἀdιφωτάει ἀκόμα. Ἀdιφώτισε ᾿ς τὸ δρόμο (ὅταν ἐκ τοῦ ἐντὸς τῶν οἰκιῶν φωτὸς διαλύεταί πως τὸ ἔξω σκότος).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/