ἀντιχάρισμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντιχάρισμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀντιχάρισμα τό, Κάρπ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀντὶ καὶ τοῦ οὐσ. χάρισμα.
Σημασιολογία
Ἀντίχαρι 2, ὃ ἰδ.: Παροιμ. Τὸ χάρισμά ’χει ἀντιχάρισμα (ὁ δεχόμενος δῶρον ὀφείλει ν᾿ ἀποβλέπῃ εἰς τὴν ἀπόδοσιν ἄλλου δώρου).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA