ἀντιχολῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀντιχολῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀντιχολῶ ἀμάρτ. ἀdιχολάω Κεφαλλ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀντίχολος.

Σημασιολογία

Λυποῦμαι, στενοχωροῦμαι, πικραίνομαι: Μὴν ἀdιχολᾷς. Συνών. χολιˬάζω, χολοσκάζω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/