ἀντούβιˬανος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντούβιˬανος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀντούβιˬανος ἐπίθ. Πελοπν. (Καλάβρυτ. Λακεδ. Σουδεν. Φεν.) ἀdούβιˬανος Πελοπν. (Οἰν.) ἀντούβλιˬανους Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
Ἀγνώστου ἐτύμου. Ὁ τύπ. ἀντούβλιˬανους ἔχει τὸ λ ἐκ παρετυμ. πρὸς τὸ τοῦβλο.
Σημασιολογία
1) Πείσμων Πελοπν. (Φεν.) Συνών. πεισματάρις. 2) Βάναυσος, σκαιὸς Πελοπν. (Καλάβρυτ. Σουδεν.): Μὴν τὸ χτυπᾷς τὸ ζῷο τὸ καηˬμένο, τί σοῦ φταίει; Μπίτι ἀντούβιˬανος εἶσαι! Καλάβρυτ. Τί ἀντούβιˬανος ποῦ εἶσαι! Σουδεν. Συνών. ἀγροίκητος Β4, ἀγροῖκος (Ι) Ι1, χωριˬάτης. 3) Ἀνόητος, μωρός, ἠλίθιος Πελοπν. (Λακεδ. Οἰν.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) : Αὐτὸς εἶν᾽ ἀντούβλιˬανους, ᾿γὼ νὰ τ’ δώσου τοὺ κουρίτσ’ μ᾽ γιˬὰ ’ναῖκα; Αἰτωλ. 4) Ἀνάξιος, οὐτιδανὸς Πελοπν. (Οἰν.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA