ἀντοχὴ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντοχὴ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀντοχὴ ἡ, λόγ. κοιν. καὶ δημῶδ. ᾿Ιων (Κρήν.) Κάρπ.
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. οὐσ. ἀντοχὴ = τὸ ἀντέχεσθαι, συνοχή, συνάφεια.
Σημασιολογία
1) Τὸ νὰ ἀντέχῃ τις, καρτερία λόγ. κοιν.: Ἔχει ἀντοχὴ ’ς τὴ δουλε͜ιὰ-᾿ς τὸ κρύο κττ. Κάρπ. 2) Ἀντίπνοια Ἰων. (Κρήν.) Κάρπ.: ᾎσμ. Κορίτσιν ἐτραγούδησε ᾿ς τὴν ἀντοχὴ τ᾽ ἀνέμου Κάρπ. Κρήν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA