Ἀντρέας
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
Ἀντρέας
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
Ἀντρέας ὁ, Πελοπν κ.ἀ. Ἀντρεˬὰς Εὔβ. (Κάρυστ.) Ἤπ. (Ἀρτ. Ζαγόρ. Τσαμαντ.) Θρᾴκ. Μακεδ. Πελοπν. (Κορινθ.) Στερελλ. (Ἀγρίν. Αἰτωλ. Γαρδίκ.) Ἀdρεˬὰς Εὔβ. (Αἰδηψ.) Θεσσ. (Ἀλμυρ. Καλαμπάκ.) Πελοπν. (Λάκων. Οἰν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ μεταγν. κυρίου ὀν. Ἀνδρέας.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴν Νοέμβριος (διὰ τὴν τοῦ ἁγίου Ἀνδρέου ἑορτὴν τελουμένην τὴν 30ὴν τοῦ μηνὸς τούτου) Θρᾴκ. Στερελλ (Ἀγρίν.) 2) Ὁ μὴν Δεκέμβριος (ὡς εὐθὺς μετὰ τὴν ἑορτὴν τοῦ ἁγίου ᾿Ανδρέου ἀρχόμενος) Εὔβ. (Αἰδηψ. Κάρυστ.) Ἤπ. (Ἀρτ. Ζαγορ. Τσαμαντ.) Θεσσ. (Ἀλμυρ. Καλαμπάκ.) Μακεδ. Πελοπν. (Κορινθ. Λακων. Οἰν. κ. ἀ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Γαρδίκ.): Γνωμ. Ἀdρεˬάς, ἀdρειώνεται ἡ μέρα (αὐξάνει ἡ ἡμέρα) Οἰν. Ἀdρεˬὰς ἀdρειώνεται, ἡ μέρα μεγαλώνει, τὰ κομμάτιˬα σώνονται καὶ ἡ κοιλιˬὰ μαζώνει (διότι κατὰ Δεκέμβριον ἡ ἡμέρα αὐξάνει) Πελοπν. (Λακων.) Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀνακατώνω μετοχ. ἀνακατωμένος 1 γ. Πβ. ἅγιˬ - Ἀντρέας.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA