ἀντρειεύω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀντρειεύω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀντρειεύω πολλαχ. ἀντρειεύου Μακεδ. (Σέρρ.) ἀντρε͜ιεύω πολλαχ. ἀdρειεύγω Κρήτ. ἀντρεύω Ἀθῆν. ἀdρεύω Κρήτ. Μέσ. ἀντρειεύομαι πολλαχ. ἀντρε͜ιεύομαι πολλαχ. ἀdρειεύομαι Εὔβ. (Αἰδηψ.) Κέρκ. Κεφαλλ. Κύθηρ. ἀdρειεύουμαι Πελοπν. (Λάκων) ἀdρειεύουμι Θρᾴκ. (Αἶν.) Σάμ. ἀdρειεύγομαι Κρήτ. ἀdρεύομαι Α. Ρουμελ. (Φιλιππούπ) Θεσς. (Ζαγορ.) ἀντρεύγομαι Κάρπ. ἀdρεύγομαι Κρήτ. ἀdειρεύομαι Πελοπν. (Λάκων.)

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. ἀντρειεύω. Οἱ τύπ. ἀντρειεύγω καὶ ἀντρεύγω καὶ ἐν Ἐρωτοκρ. Α 106, 317, 2062 κ. ἀ. (ἔκδ. ΣΞανθουδ.) Τύπ. ἀντρειεύγομαι παρὰ Βλάχ.

Σημασιολογία

1) Γίνομαι ἀνδρεῖος, γενναῖος πολλαχ.: Αὐτὸς ἀντρεύτη καὶ λεˬοντάρεψε Κάρπ. || ᾎσμ. Γυναῖκα του σὰ dό μαθε, σὰν ἄdρας ἀdρειεύτη Κρήτ. β) Προσποιοῦμαι τὸν ἀνδρεῖον Κάρπ. Πελοπν. (Βυτίν.): Μὴ ἀντρειεύεσαι! Βυτίν. || Παροιμ. Ὁ γέρως κιˬ ἂν ἀντρεύγεται ᾿ς τ᾽ ἀνήφορον ᾽ποστένεται Κάρπ. Συνών ἰδ. ἐν λ. ἀναματσώνω Β 2, ἀναντρειώνω 2 καὶ ἀνατσουλώνω 2 γ. 2) Συγκεντρῶ, καταβάλλω πάσας τὰς δυνάμεις μου Εὔβ. (Αἰδηψ.) Θεσσ. (Ζαγορ.) Κέρκ. Κεφαλλ. Σάμ.: ᾎσμ. Ὡς τ᾽ ἄκουσεν ὁ Διγενὴς ἀdρειεύτη κ᾿ ἐσηκώθη Κέρκ. 3) ᾿Ενδυναμοῦμαι, γίνομαι ἰσχυρὸς πολλαχ: Τοῦ ἁγίου ᾿Αντρέου ἀντρειεύει τὸ κρύο ᾿Αθῆν. Αἴγιν. κ.ἀ. Ἡ σημ. καὶ ἐν ᾿Ερωτοκρ. Α 317 (ἔκδ. ΣΞανθουδ.) «ἀγάπη ποῦ ’ς τὰ βάσανα ἀντρεύγει καὶ πληθένει». 4) ᾽Ενεργ. καὶ μέσ. αὐξάνομαι Ἤπ. Κεφαλλ. Μακεδ. (Σέρρ.) Πελοπν. (Τρίκκ.) κ.ἀ.: Γνωμ. ’Απὸ τ᾿ ἅγιˬ- Ἀdρεˬὸς ἡ μέρα ἀdρι͜εύεται Κεφαλλ. Πβ. ἀντρειώνω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/