ἀντρειωμένα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντρειωμένα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀντρειωμένα ἐπίρρ. ΔΣολωμ. 54 ΙΔραγούμ. Ὅσοι ζωντ. 2 177.
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. ἐπίρρ. ἀντρειωμένα.
Σημασιολογία
Γενναίως, ἀνδρείως ἔνθ’ ἀν.: «Δὲ δέχεται μονάχα ἀντρειωμένα τὴν πίεσιν τῶν πραγμάτων καὶ τῶν ἀνθρώπων, παρὰ καὶ ἀγωνίζεται ἐπιθετικὰ» ΙΔραγούμ. ἔνθ’ ἀν. || Ποίημ. ᾽Εδῶ βλέπει ἀντρειωμένα | νὰ φρονοῦν παρὰ ποτὲ ΔΣολωμ. ἔνθ᾽ ἀν. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Χρον. Μορ. στ. 4031 (ἔκδ. JSchmitt) «ὅλοι ἀντρειωμένα ἐβάλθησαν καὶ συντροφίαν τοῦ κάμνουν». Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀντρεία.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA