ἀντρήσιˬος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντρήσιˬος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀντρήσιˬος ἐπίθ. Βιθυν. Ἤπ. Μεγίστ. - ΓΨυχάρ. Ἁγνὴ 208 ἀdρήσιος Κρήτ. ἀντρήσιˬους Θρᾴκ. (᾿Αδριανούπ. κ.ἀ.) ἀdρήσιˬους Θρᾴκ. (Αἶν.) ἀντρέσιˬος Πόντ. (᾽Αμισ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἄντρας καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ήσιˬος.
Σημασιολογία
Ὁ ἀνήκων ἢ προσήκων εἰς ἄνδρα ἔνθ’ ἀν.: Ροῦχα ἀντρήσιˬα Βιθυν. ᾽Αdρήσιˬα φουρέματα Αἶν. ᾿Αντρέ ροῦχα ’Αμισ. Δὲν κρατήθηκε, τὸν κράτησε μοναχή της ἡ ἀντρήσια ἡ περηφάνε͜ια ΓΨυχάρ. ἔνθ᾽ ἀν. Συνών. ἀγουρκός, ἀγουρτικος, ἀνθρωπήσιμος, ἀνθρωπινὸς 4, ἀντρήσιμος, ἀντριακός, ἀντρίκε͜ιος Α1. ἀντρίκικος, ἀντρικός. ’Αντίθ. γυναικήσιˬος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA