ἀντρίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντρίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀντρίζω Πόντ. (᾽Αμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Κρώμν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) Μέσ. ἀντρίσκουμαι Πόντ. (Κερασ.) ἀντρισκοῦμαι Πόντ. (Κερασ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἀρχ. ἀνδρίζω = συνέρχομαι, συγγίγνομαι σαρκικῶς.
Σημασιολογία
1) ᾿Αμτβ. ὑπανδρεύομαι, ἐπὶ γυναικὸς ἔνθ᾽ ἀν.: Ἔντον ἕνα χρόνο ἀσ’ τ᾽ ἔντρισα (ἔγινε ἕνα ἔτος ἀφ’ ὅτου ὑπανδρεύθην) Κοτύωρ. || Φρ. Ἔντρισεν τὸ συκοκούρ' (ἐπὶ κόρης προβεβηκυίας ἡλικίας ὑπανδρευομένης, συκοκούρ’ = κορμὸς παλαιᾶς συκῆς) Τραπ. || Παροιμ. Ἄν ἔντρισες, νούνιξον καὶ τὴ ερεία σου (ἐὰν ὑπανδρεύθης, σκέψου καὶ τὴν χηρείαν σου, ἤτοι τὴν εὐτυχίαν δύναται νὰ ἀκολουθήσῃ καὶ δυστυχία) Κερασ. || ᾎσμ. Ὅλα τ’ ἀδελφ μ᾽ ἔντρισαν καὶ πῆραν παλληκάρ κ᾽ ἐμέναν τὴν ιλκλερον ἐδώκαν γέρων ἄντραν Κρώμν. Καὶ μετβ. ἐκδίδω εἰς γάμον, ὑπανδρεύω ἔνθ’ ἀν.: Ἔντρισα τὴν θγατέρα μ’ Τραπ. Χαλδ. 2) Πωλῶ Πόντ. (Κερασ.): Ἔντρισα τὸ λοφτοκάρυν (λεπτοκάρυον).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA