ἀντρίκει͜ος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντρίκει͜ος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀντρίκει͜ος ἐπίθ. σύνηθ. ἀdρίκει͜͜ος πολλαχ. ἀdρίκειο͜υς Σάμ. ἀντρίτε͜ιος Πελοπν. (Κλουτσινοχ.) ἀdρίτσει͜ος Εὔβ. (Ὄρ.) Μύκ. ἀdρίτσει͜ους Λέσβ. Οὐδ. ἀντρίκειν Πόντ. (Κερασ.) ἀdrίκε͜ιο τό, Θήρ. Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Κεφαλλ. Πελοπν. (Κάμπος Λακων.) ἀντρίκει͜ου Μακεδ. (Καστορ. κ.ἀ.) ἀdρίκε͜ιου Σκόπ. ἀντρίκε͜ια ἡ, Ἤπ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ μεσν. ἐπιθ. ἀνδρίκειος. Πβ. Γεωργιλ. Θανατ. Ρόδ. στ. 118 (ἔκδ. ELegrand) «καὶ ποιὰ νὰ βρέθηκε ψυχὴ ἀφ᾿ τὴν ἀνδρίκεια φύσι | θεωρῶντα τέτοιες εὐμορφιές».
Σημασιολογία
Α) ’Επιθετικ. 1) Ὁ ἀνήκων, ὁ ἁρμόζων εἰς ἄνδρα σύνηθ.: Αὐτὴ ἡ γυναῖκα ἔχει ἀντρίκε͜͜ια φωνή. Φορεσιˬὰ ἀντρίκει͜α. Παπούτσια ἀdρίκε͜ια σύνηθ. Καβάλλα ἀντρίτε͜ια Πελοπν. (Κλουτσινοχ.) Πουκάμισα ἀdρίκει͜α καὶ γυναίκει͜α Πελοπν. (Οἰν.) ’Σ τοὶς ἀντρίκε͜ιες δουλει͜ὲς νὰ μην ἀνακατώνεσαι Πελοπν. (Λάστ.) || ᾎσμ. Κιˬ ἄκουσ' ἀdρίκε͜ια κλάματα, γυναίκε͜ια μοιρολόγιˬα Ἤπ. (Τζουμέρκ.) - Ποίημ. Μόλις τ᾿ ἀντρίκε͜ιο χάραζε ᾿ς τὸ πρόσωπό μου χνούδι ΚΠαλαμ. Φλογέρ. βασιλ.2 120. Συνών ἰδ. ἐν λ. ἀντρήσιˬος. 2) Γενναῖος ἀνδρεῖος, ἐπὶ πράξεων ἢ λόγων σύνηθ.: ᾿Αντρίκε͜ια λόγιˬα σύνηθ. ’Αdρίκε͜ια, ὄχι γυναικήσιˬα πράματα Α.Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) Κ’ εὕρισκε πῶς δὲν ἦταν ἀντρίκε͜ιο φέρσιμο, ἀντὶς νὰ τὰ βάλῃ παλληκαρήσιˬα μὲ τὸ φταίχτη, νὰ βλαστημάῃ τὸ Θεὸ ΚΜπαστ. Ἁλιευτ. 119. Συνών. ἀντρίστικος 2. Β) Οὐσ. 1) Τὸ δι' ἄνδρας προωρισμένον μέρος τῆς οἰκίας ἢ ἐκκλησίας, ὁ ἀνδρωνίτης Ἤπ. Θήρ. Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Κεφαλλ. Μακεδ. (Καστορ. κ.ἀ.) Σκόπ. κ.ἀ.: Τοὺ βουλέψανι τ᾿ ἀdρίκε͜ιου τ᾿ς Φανερωμένης Σκόπ. 2) Τὸ ἀνδρικὸν φόρεμα Μύκ.: Νὰ μοῦ βάλῃς ἀdρίτσε͜ια νά ᾽ρτω μαζί σου. 3) Γενετήσιος ὀργασμὸς Πελοπν. (Λακων.): Μοῦ ’ρθανε τ᾽ ἀdρίκε͜ια μου. Τῆς ἤρθανε κι αὐτεινῆς τ’ ἀdρίκε͜ια της. 4) Θυμός, ὀργὴ Πελοπν. (Λακων.): Τὸν ἔπιˬασε τ’ ἀdρίκ͜ειο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA