ἄντρισμαν
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄντρισμαν
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἄντρισμαν τό, Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Κρώμν. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Πληθ. ἀντρίσματα Πόντ. (Κοτύωρ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀντρίζω. Πβ. καὶ μεσν. ἄνδρισμα.
Σημασιολογία
Ἡ μετ᾿ ἀνδρὸς σύζευξις, ὑπανδρεία, ἐπὶ γυναικός: Ἡ κόρ’ τ’ ἀντρισμάτ' ἔν' (εἶναι ἐν ὥρᾳ γάμου) Κρώμν. Χαλδ. || Παροιμ. φρ. Τ᾽ ἄντρισμαν καὶ τὸ τούρκισμαν ἕναν ἔν᾿ (διὰ τοῦ γάμου της ἡ γυνὴ ἀλλάζει τελείως κατάστασιν) Χαλδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA