ἀντρίτσι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντρίτσι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀντρίτσι τό, ἀμάρτ. ἀdρίτσι Κρήτ. ἀdρίτσ’ Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἄντρας καὶ τῆς ὑποκορ. καταλ. –ίτσι.
Σημασιολογία
1) ᾽Ανὴρ μικρόσωμος Κρήτ. Συνών. ἀντράκι 1. 2) Ὁ σύζυγος, θωπευτικῶς Θρᾴκ (Σαρεκκλ.) Συνών. ἀντρίτσης. 3) ᾽Ανὴρ ἀνδρεῖος, γενναῖος, παλληκάρι Κρητ.: ᾎσμ. Μικρὸν ἀdρίτσι διˬώχνουνε ἑκατὸ δυὸ νομᾶτοι, τόπους τόπους τὸ διˬώχνουνε, τόπους τὸ πολεμοῦνε, τόπους ’κανε γυρίσματα κ’ ἔδειχνε την ἀdρε͜ιά dου. Συνών. ἀντράκι 3.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA