ἀντρογύνι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντρογύνι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀντρογύνι τό, Λεξ. Δημητρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀντρόγυνο.
Σημασιολογία
᾿Αντρόγυνο 1, ὃ ἰδ. ᾎσμ. Ὁ ἥλιˬος ἐβασίλεψε, μαλώνει τ᾽ ἀντρογύνι, καὶ τώρᾳ συλλογίζονται τί μέλλει γιˬὰ νὰ γίνῃ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA