ἀντρογυνοξεχωρίστρα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντρογυνοξεχωρίστρα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀντρογυνοξεχωρίστρα ἡ, ἀμάρτ. ἀdρογυνοξεχωρίστρα Κρήτ. (᾿Αποκόρ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν οὐσ. ἀντρόγυνο καὶ ξεχωρίστρα.
Σημασιολογία
1) Ἡ διὰ ρᾳδιουργιῶν προκαλοῦσα τὴν διάζευξιν ἀνδρογύνου Κρήτ.: Ἡ πουτάνα σὰ γεράσῃ εἶναι ἀdρογυνοξεχωρίστρα. Συνών. ἀντρογυνοχωρίστρα (ἰδ. ἀντρογυνοχωριστής). 2) Κόραξ (διότι, ὅταν οὗτος φαίνεται ἄνωθεν οἰκίας τινός, πιστεύεται ὅτι θὰ ἀποθάνῃ ὁ ἕτερος τῶν συζύγων) Κρήτ. (᾿Αποκόρ.) Συνών. κόρακας.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA