ἀντρομιδοκίλιμο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντρομιδοκίλιμο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀντρομιδοκίλιμο τό, Πελοπν. (Μεσσ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν οὐσ. ἀντρομίδα καὶ κιλίμι.
Σημασιολογία
Χονδρὸν μάλλινον ὕφασμα, κιλίμι ὑφασμένον καθ’ ὃν τρόπον ὑφαίνονται αἱ ἀντρομίδες.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA