ἀντρομοίρι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀντρομοίρι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀντρομοίρι τό, ᾿Αμοργ. Βιθυν. Ἤπ. Θρᾴκ. (Σηλυβρ.) Κάρπ. Νίσυρ. Προπ. (Προκόνν.) κ.ἀ. ἀdρομοίρι Κρήτ. ἀdρομέρι Κρήτ. ἀντρουμοίρ᾿ Ἤπ. (Ζαγόρ.) Μακεδ. (Κοζ. Σέρρ. Σισάν.) κ.ἀ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῶν οὐσ. ἄντρας καὶ μοῖρα.

Σημασιολογία

1) Τὸ μερίδιον τὸ ὁποῖον κληρονομεῖ ἡ σύζυγος μετὰ τὸν θάνατον τοῦ συζύγου της ἔνθ’ ἀν.: Ἔπεσε χίλιˬα γρόσιˬα τ᾿ ἀντρομοίρι τ᾿ς Βιθυν. Αὐτὸ τὸ χωράφι τό ’χω ἀντρομοίρι ᾿Αμοργ. Μ’ ἔπισι ἀντρουμοίρ’ τριˬάντα ’λιˬάδις γρόσια Κοζ. Συνών. ἀντρικὸς 2. 2) Τὸ μερίδιον τὸ ὁποῖον ὁ σύζυγος ἐκληρονόμησε παρὰ τῆς ἀποθανούσης συζύγου ᾿Αμοργ. Πβ. ἀδερφομοίρι, γεροντομοίρι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/