ἀντροξάδερφος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντροξάδερφος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀντροξάδερφος ὁ, ἀντροξάδελφος Πόντ. (Κερασ.) ἀντροξάδερφος Ἤπ. Πελοπν. (Τρίκκ.) - Λεξ. Δημητρ. ἀντρουξάδιρφους Ἤπ. (Ζαγόρ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ μεσν. οὐσ. ἀνδροεξάδελφος.
Σημασιολογία
Ὁ ἐξάδελφος τοῦ συζύγου ἔνθ’ ἀν.: ᾿Επαρακάλεσα τὸν ἀντροξάδερφό μου νά ᾿ρθῃ Ἤπ. Οὑ ἀντρουξάδιρφους μ᾽ μὶ τ᾿ν ἀντρουξαδέρφ' μ᾿ πῆγαν ᾽ς τοὺ πα’γύρ’ Ζαγόρ. || ᾎσμ. Ἔχω καὶ Γιˬάννεν ἀδελφόν, ἔχω καὶ Γιˬˬάννεν ἄντραν, καὶ Γιˬάννεν ἀντροξάδελφον κ’ οἱ τρεῖς πάν ᾽ς σὸ κυνήγιν. Κερασ. Συνών. ἀντροξαδέρφι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA