ἀντροπατῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντροπατῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀντροπατῶ Λεξ. Βλαστ. Δημητρ. ἀdροπατῶ Κρήτ. – ΙΚονδυλάκ. Πατούχ. 3
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἄντρας καὶ τοῦ ρ. πατῶ.
Σημασιολογία
1) Εἰσέρχομαι εἰς ἀνδρικὴν ἡλικίαν ἔνθ’ ἀν.: ᾿Εdροπάτησε, γιˬατὶ κίνησε καὶ βγάνει γένε͜ια Κρήτ. Εἶδες bόι, εἶδες πλάτες; καὶ τί ἔχει νὰ γίνῃ ὅσο ν᾽ ἀdροπατήσῃ! ΙΚονδυλάκ. ἔνθ’ ἀν. Πβ. ἀντρειώνω 4. 2) Πατῶ βαδίζω ὡς ἄντρας, ἔχω ἀνδρικὸν βῆμα, ἐπὶ γυναικὸς Λεξ. Δημητρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA