ἀντρόπιˬαστα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντρόπιˬαστα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀντρόπιˬαστα ἐπίρρ. ΚΘεοτόκ. Καραβέλ. 152 ἀdρόπιˬαστα Νάξ. (᾽Απύρανθ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀντρόπιˬαστος.
Σημασιολογία
Χωρὶς ἐντροπὴν ἔνθ’ ἀν.: Τὸ λένε ἀdρόπιˬαστα ’Απύρανθ. Τὴν ἐκοίταξε ἀντρόπιˬαστα κ᾽ ἐβάλθηκε νὰ γελάῃ ΚΘεοτόκ. ἔνθ’ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA