ἀντρόπιˬαστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντρόπιˬαστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀντρόπιαστος ἐπίθ. ἀνιντρόπιˬαστους Ἤπ. (Ζαγόρ.) ἀντρόπιαστος Ἤπ. - ΚΠαλαμ. ’Ασάλ. ζωὴ 2 37 ἀdρόπιˬαστος Κύθν. ἀτρόπιˬαστος Καππ. (Σινασσ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *ντροπιˬαστὸς<ντροπιˬάζω. Ὁ τύπ. ἀνιντρόπιˬαστους ἐκ τοῦ ἀμαρτ. ἀνεντρόπιˬαστος.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ καταισχυνθεὶς ἢ ὁ μὴ καταισχυνόμενος Ἤπ. -ΚΠαλαμ. ἔνθ’ ἀν.: Φρ. ᾿Αντρόπιˬαστος ἀπ᾽ ἀνθρώπους! (δηλ. νὰ εἶσαι! Εὐχὴ) Ἤπ. || Ποίημ. Μὲ βῆμα λεύτερο περνοῦσε σὰν ἀγώρι, ἀπόκοτη κιˬ ἀντρόπιˬαστη, ἄφοβα θωρῶντας ΚΠαλαμ. ἔνθ᾽ ἀν. 2) ᾿Αναίσχυντος, ἀδιάντροπος Ἤπ. (Ζαγόρ.) Καππ. (Σινασσ.) Κύθν.: Ἄνθρωπος ἀdρόπιˬαστος Κύθν. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀναίσχυντος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA