ἀντροπουλλιˬέρος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀντροπουλλιˬέρος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀντροπουλλιέρος ὁ, Κάρπ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀντροπούλλι καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –ιˬέρος<-ιˬέρης.

Σημασιολογία

1) ᾿Αντροπούλλι, ὃ ἰδ.: Σὰν ἀντροπουλλιˬέρος σαρταρίζει (ἐπὶ κόρης ἐχούσης ἦθος καὶ τρόπους ἄρρενος παιδός. σαρταρίζει = πηδᾷ). 2) Κόρη ἔχουσα ἦθος καὶ τρόπους ἄρρενος παιδός. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀντροκόριτσο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/