ἀντρόσταμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀντρόσταμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀντρόσταμα τό, ΚΠασαγιάνν. Μοσκ. 68 ἀdρόσταμα Κεφαλλ. Κρήτ. Πελοπν. (Λακων. Μάν.) ἀντρόστεμα Κάρπ. ἀdρόστεμα Κρήτ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῶν οὐσ. ἄντρας καὶ στάμα.

Σημασιολογία

Τὸ ὕψος ἀνδρικοῦ ἀναστήματος ἔνθ’ ἀν.: Τὸ λινάρι γίνεται ἕνα ἀdρόσταμα ψηλὸ Μάν. Ψηλὰ ὥς ἕνα ἀντρόστεμα Κάρπ. Ὁ ’Αργύρις ἐλουζόταν ’ς τὸ Βαθυλάκκωμα κ᾿ ἐζήλευαν οἱ νεράιδες τὸ λεβέντικὸ του ἀντρόσταμα ΚΠασαγιάνν. ἔνθ’ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/