ἀντρούλλης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντρούλλης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀντρούλλης ὁ, κοιν. ἀνdρούι τό, ᾿Απουλ. Καλαβρ. (Μπόβ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἄντρας καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ούλλης.
Σημασιολογία
1) ᾿Ανθρωπίσκος Καλαβρ. (Μπόβ.) Συνών ἰδ. ἐν λ. ἀνθρωπάκι 1. 2) ᾿Αντρουλλάκις, ὃ ἰδ., κοιν.: Ἀντρούλλη μου, ποῦ ἤσουνα καὶ σὲ περίμενα τόση ὥρα; ᾿Αθῆν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA