ἀντροφέρνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀντροφέρνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀντροφέρνω σύνηθ. ἀdροφέρνω Α.Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) ἀντροφέρνου Εὔβ. (᾿Οξύλιθ.) ἀντρουφέρου Ἤπ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἄντρας καὶ τοῦ ρ. φέρνω, περὶ οὗ ὡς β΄ συνθετ. ἰδ. ΓΧατζιδ. ἐν ᾿Αθηνᾷ 22 (1910) 252.

Σημασιολογία

Φαίνομαι ὡς ἀνήρ, ἔχω τρόπους ἀνδρός, ἐπὶ γυναικὸς ἔνθ’ ἀν.: Αὐτὴ ἡ γυναῖκα ἀντροφέρνει σύνηθ. ᾽Αντίθ. γυναικοφέρνω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/