ἄντυτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄντυτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἄντυτος ἐπίθ. κοιν. ἄdυτος Κρήτ. Σύμ. κ.ἀ. ἄντυτους Ἤπ. (Ζαγόρ.) ἄντ’τους βόρ. ἰδιώμ. ἀνάdυτος Σύμ. ἄγγιˬουτε Τσακων.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *ντυτὸς<ντύνω. Πβ. καὶ μεσν ἐπίθ. ἀνένδυτος.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ ἐνδεδυμένος κοιν. καὶ Τσακων.: Ἀκόμη εἶμαι ἄντυτος. Ἡ κόρη ἦταν ἄντυτη κοιν. || Παροιμ. Ντυμένος χῶρες πέρασα, ἄντυτος οὔτε ἀπὸ χωριˬά (εἶναι ἀναγκαῖον νὰ εἶναι ἐνδεδυμένος τις εὐπρεπῶς) Αἴγιν. 2) Ὁ μὴ ἐσταχωμένος, ὁ μὴ δεμένος, ἐπὶ βιβλίων κοιν.: Τὸ βιβλίο μου τό ’χω ἀκόμη ἄντυτο. Συνών. ἄδετος 2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/