ἀντῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀντῶ Μακεδ. (Καστορ.) ἀντάου Σκῦρ. Στερελλ. (Καλοσκοπ.) ἀντίζω Πελοπν. (Λάστ. Σουδεν.) ᾿ντέζου Μακεδ. (᾿Ανασελ.) ᾽ντήσ-σω Κάρπ. Προστ. ἄντα Εὔβ. (Κονίστρ. Κύμ.)
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἀντῶ.
Σημασιολογία
1) Συναντῶ Μακεδ. (Καστορ.) Πελοπν. (Λάστ. Σουδεν.) Στερελλ. (Καλοσκοπ.): Δὲν τὸν ἄντησα πουθενὰ τὸν δεῖνα Σουδεν. β) ᾿Αμτβ. τυγχάνω Πελοπν. (Λάστ.) Στερελλ. (Καλοσκοπ.): Ἄντησα νὰ εἶμι ἰκεῖ Καλοσκοπ. 2) ᾽Εμπλέκομαι Μακεδ. (᾿Ανασελ.): Ἔντησα μ’ αὐτὸν τοὺν ἄνθρουπουν. Νὰ σὶ φ’λάξ’ οὑ Θιὸς νὰ μὴ ᾽ντέῃς! 3) Εὑρίσκω κακὸν συναπάντημα, περιπίπτω εἰς ἐπήρειαν δαιμονίων Στερελλ. (Καλοσκοπ.): Αὐτόνου τοὺ πιδὶ ἄντησι. 4) Σταματῶ που προσωρινῶς Κάρπ.: ᾎσμ. Μήε ᾽ς τὴ Σάμον ἤντηξα μήε ’ς τὸ Σαλονίκι, μόνον ὡσὰν νὰ βρέθηκα εἰς ὥρα͜ιο περιόλι. 5) Παρατηρῶ, κοιτάζω Εὔβ. (Κονίστρ. Κύμ.) Σκῦρ.: Ἄντα τι τοῦ βά’ ὁ διˬάλος ᾽ς τ’ ἀφτὶ νὰ πῇ γιˬὰ μένα! Σκῦρ. Ἄντα τὸνε, ἔρκεται Κονίστρ. Πβ. ἀντένω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA