Ἀντώνις
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
Ἀντώνις
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
᾽Αντώνις ὁ, κοιν. Ἀdώνις Κρήτ. Πάρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ μεταγν. κυρίου ὀν. Ἀντώνιος.
Σημασιολογία
Τὸ βαπτιστικὸν τοῦτο ὄνομα χρησιμοποιεῖται εἰς παροιμ. φρ. ὡς σκωπτικὸν πρὸς δήλωσιν τῶν ἀνοήτων καὶ κούφων ἔν’θ’ ἀν.: Παροιμ. Κόψε ξύλο κάμ’ ’Αντώνι | κιˬ ἀπὸ πλάτανο Μανόλη κιˬ ἄν εἰπῇς και γιˬὰ το Γιˬάννη, | ὅ,τι ξύλο νά ’ναι κάνει πολλαχ. Ὁ νοῦς σου καὶ τ᾿ Ἀdώνι (πρὸς ἀνόητον) Κρήτ. Πβ. Γιˬάννης, Μανόλης.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA