ἀνυφαντὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνυφαντὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀνυφαντὸς ἐπίθ. ἀνυφαντὸ τό, ΚΠαλαμ. Φλογέρ. βασιλ.2 30 - Λεξ. Βλαστ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀρχ. ρ. ἀνυφαίνω.

Σημασιολογία

Παννί, ὕφασμα ἔνθ’ ἀν.: Ποίημ. Τεχνῖτες μαστορέψανε γιὰ σὲ πρωτομαστόροι ’ς τὸν τοῖχο, ’ς τὸ ψηφιδωτό, ’ς τ’ ἀνυφαντό, ’ς τὴν πέτρα ΚΠαλαμ. ἔνθ’ ἀν. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τύπ. ᾽Αλυφαdὰ τά, Λεσβ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/